ματσάκι

ματσάκι
(I)
το [μάτσο]
(μόνο στην ονομ. και αιτ. εν. και πληθ.) μικρό μάτσο, μικρή δέσμη («δώστε μου, παρακαλώ, ένα ματσάκι μαϊδανό»).
————————
(II)
το [ματς (Ι)]
πρόχειρα οργανωμένος αγώνας, ματς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλυσίδι — το (AM ἁλυσίδιον και είδιον) μικρή αλυσίδα, αλυσιδάκι ή απλώς αλυσίδα νεοελλ. 1. αλυσοειδές κόσμημα του λαιμού, περιδέραιο 2. λυσίδι, μικρή ποσότητα νήματος, μέρος τής «κούκλας», τσικλί, ματσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλυσίδιν < μτγν. ἁλυσίδιον,… …   Dictionary of Greek

  • σκουλ(λ)ί — το, Ν 1. δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο 2. δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι 3. σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο 4. τρίχες τού κεφαλιού που πέφτουν άτακτα ή που δεν επιδέχονται… …   Dictionary of Greek

  • σπλήνα — (Ανατ.). Ενδοκοιλιακό όργανο του αιμοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται στο πλάγιο μέρος του αριστερού υποχονδρίου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα. Έχει σχήμα ωοειδές πεπλατυσμένο, χρώμα κόκκινο σκούρο και βάρος από 100 έως 200 γρ. στον ενήλικα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”